- συμπιεστό(ν)
- το физ. сжимаемость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπιεστό — το (φυσ.), ιδιότητα των σωμάτων να ελαττώνεται ο όγκος τους με συμπίεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
πιεστός — ή, ό / πιεστός, ή, όν, ΝΑ [πιέζω] αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί κάποιος να τόν πιέσει, που έχει τη δυνατότητα να συμπιέζεται, να ελαττώνεται κατά όγκο με την πίεση που ασκείται επάνω του νεοελλ. 1. πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που… … Dictionary of Greek
συμπιεστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης 2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος 3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστό η συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
συμπιεστότητα — η, Ν [συμπιεστός] φυσ. ιδιότητα τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως αποτέλεσμα τής αύξησης τής πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… … Dictionary of Greek